- κατεβασιά
- η[κατεβάζω]1. η ενέργεια τού κατεβάζω2. άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή ρεύματος3. πολύ δυνατή αιφνίδια βροχή4. ορμητικός άνεμος5. καταρροή τής μύτης, συνάχι6. καταρράκτης τών ματιών7. κήλη, κατέβασμα8. κατηφοριά9. (σε αθλοπαιδιές, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση κ.λπ.) ορμητική και οργανωμένη επίθεση παικτών προς την εστία τής αντίπαλης ομάδας με σκοπό την παραβίασή της.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. καταβασία (< κατάβασις) με επίδραση τού κατεβάζω].
Dictionary of Greek. 2013.